Σαν άνθρωπο με διακρίνει μια παντελής έλλειψη ρεαλισμού. Αυτό εν μέρει οφείλεται –και το ομολογώ χωρίς καμία ντροπή- στο ότι μεγάλωσα βλέποντας πολλές σαπουνόπερες. Ξέρετε, αυτόν τον μαγικό κόσμο όπου ένας άντρας ήξερε πώς να φερθεί σε μια γυναίκα. Σε αντίθεση με το πραγματικό κόσμο. Όπου οι πιθανότητες να σου βγει ένας άντρας τόσο καλός, είναι ίδιες με το να σου βγει καλό ένα ρούχο που πήρες στις προσφορές του ZARA. Δηλαδή μηδαμινές.
Σενάριο πρώτο: Έχεις γνωρίσει έναν ωραίο τύπο. Βγαίνετε αλλά η βραδιά δε τσουλάει. Δεν έχει σταματήσει να γκρινιάζει για το πώς πρέπει να ξυπνάει από τις 7 για τη δουλειά και κουράζεται. Αναπολεί τα φοιτητικά του χρόνια ανακατεύοντας με ύφος οσιομάρτυρα το φραπέ του. Αλλάζεις θέμα επιδέξια και τον ρωτάς για τα ενδιαφέροντα του. Αφού βρίσκει ευκαιρία να γκρινιάξει λίγο ακόμα για την έλλειψη ελεύθερου χρόνου, αναφέρει «τη μουσική» και το clubbing ως χόμπι. Δε σε ρωτά για σένα, καθώς είναι πολύ απορροφημένος να αναλύει διεξοδικά εκείνο το τριήμερο στο Λουτράκι με τους κολλητούς του που είχε πάει στο καζίνο και είχε κερδίσει 200 ολόκληρα ευρώ. Και όταν έρχεται ο σερβιτόρος σε κοιτά χαλαρός και σου λέει: «δε κρατάω λεφτά, πλήρωσε και τα επόμενα δικά μου»…Δεν θα υπάρξουν επόμενα, σκέφτεσαι και δίνεις το 20ευρω στον σερβιτόρο που σας κοιτά περίεργα. Σε αφήνει να γυρίσεις σπίτι με το τρόλεϊ, αφού δεν είσαι στο δρόμο του.
Σενάριο δεύτερο: περιμένεις το κολλητό σου στο Σύνταγμα για καφέ. Αν και οδηγεί, δε θέλει να παίρνει το αμάξι «χωρίς σοβαρό λόγο». Έτσι απορρίπτεται η ιδέα να έρθει να σε πάρει να βγείτε κάπου καλά, και παίρνεις 3 συγκοινωνίες για να τον συναντήσεις στο τόπο και το χρόνο που τον βολεύει. Σε στήνει γύρω στη μισή ώρα. Τον βλέπεις να έρχεται εν τέλει από μακριά και πριν προλάβεις να σκεφτείς πόσο τσαντισμένη είσαι, σημειώνεις νοερά να τον ρωτήσεις τι λακ χρησιμοποιεί-η φράντζα του στέκεται καλύτερα από τη δική σου. Σε πιάνει αγκαζέ και προχωράτε προς τη καφετέρια. Στο δρόμο και ενώ του αναλύεις τα δικά σου, παρατηρείς με την άκρη του ματιού σου ότι χαζεύει τις βιτρίνες. Επιμένει να κάτσει στη θέση που του επιτρέπει να έχει οπτική σε όλο το μαγαζί, αφήνοντας σε να κοιτάς τοίχο. Τέλος, φεύγοντας δε σε πηγαίνει ως τη στάση σου καθώς δεν είναι στο δρόμο του.
Σενάριο τρίτο: μία από τις κολλητές σου, σου ζητάει μια χάρη: να φιλοξενήσεις για μια νύχτα τον αγαπημένο της ξάδερφο στην επαρχιακή πόλη όπου σπουδάζεις, καθώς το παιδί έρχεται να κάνει το στρατιωτικό του εκεί. Λες ναι περισσότερο από υποχρέωση. Τον υποδέχεσαι στο σταθμό του τρένου για να μη πάρει «το παιδί» (28 χρονών ο τύπος αλλά η κολλητή σου τον αποκαλεί έτσι) μόνο του ταξί. Το «παιδί» φυσικά δε κάνει καμία κίνηση να πληρώσει. Του λες να διαλέξει που θα κοιμηθεί και επιλέγει χωρίς δισταγμό το διπλό κρεβάτι αφήνοντας σου το ράντσο. Επιμένει να τον γυρίσεις στη πόλη, αλλά κουράζεται και σου ζητά αν γίνεται να κρατάς τη σακούλα με τα ψώνια του. Γυρίζετε νωρίς γιατί θέλει να δει το «Ελλάδα έχεις ταλέντο». Το επόμενο πρωί φεύγει για το στρατόπεδο με το ταξί λέγοντας «θα σε πετάγαμε και σένα στη σχολή σου αλλά δεν είσαι στο δρόμο μας», και σε αφήνει να περπατήσεις.
Υπερβολές θα πείτε… Σας πληροφορώ ότι μου έχουν συμβεί και τα τρία σενάρια, σε διάφορες παραλλαγές. Όπως και στις φίλες μου. Και έρχομαι να ρωτήσω:
Προσωπικά, δε μπορώ να πάρω στα σοβαρά κάποιον που κοιτάει τις βιτρίνες με μεγαλύτερη λαχτάρα απτή δικιά μου. Άλλωστε, μπορεί τώρα να κοροϊδεύουμε τις σαπουνόπερες, αλλά θυμάστε πόσες καρδιές είχε κάψει ο Ridge Forrester?
Σενάριο δεύτερο: περιμένεις το κολλητό σου στο Σύνταγμα για καφέ. Αν και οδηγεί, δε θέλει να παίρνει το αμάξι «χωρίς σοβαρό λόγο». Έτσι απορρίπτεται η ιδέα να έρθει να σε πάρει να βγείτε κάπου καλά, και παίρνεις 3 συγκοινωνίες για να τον συναντήσεις στο τόπο και το χρόνο που τον βολεύει. Σε στήνει γύρω στη μισή ώρα. Τον βλέπεις να έρχεται εν τέλει από μακριά και πριν προλάβεις να σκεφτείς πόσο τσαντισμένη είσαι, σημειώνεις νοερά να τον ρωτήσεις τι λακ χρησιμοποιεί-η φράντζα του στέκεται καλύτερα από τη δική σου. Σε πιάνει αγκαζέ και προχωράτε προς τη καφετέρια. Στο δρόμο και ενώ του αναλύεις τα δικά σου, παρατηρείς με την άκρη του ματιού σου ότι χαζεύει τις βιτρίνες. Επιμένει να κάτσει στη θέση που του επιτρέπει να έχει οπτική σε όλο το μαγαζί, αφήνοντας σε να κοιτάς τοίχο. Τέλος, φεύγοντας δε σε πηγαίνει ως τη στάση σου καθώς δεν είναι στο δρόμο του.
Σενάριο τρίτο: μία από τις κολλητές σου, σου ζητάει μια χάρη: να φιλοξενήσεις για μια νύχτα τον αγαπημένο της ξάδερφο στην επαρχιακή πόλη όπου σπουδάζεις, καθώς το παιδί έρχεται να κάνει το στρατιωτικό του εκεί. Λες ναι περισσότερο από υποχρέωση. Τον υποδέχεσαι στο σταθμό του τρένου για να μη πάρει «το παιδί» (28 χρονών ο τύπος αλλά η κολλητή σου τον αποκαλεί έτσι) μόνο του ταξί. Το «παιδί» φυσικά δε κάνει καμία κίνηση να πληρώσει. Του λες να διαλέξει που θα κοιμηθεί και επιλέγει χωρίς δισταγμό το διπλό κρεβάτι αφήνοντας σου το ράντσο. Επιμένει να τον γυρίσεις στη πόλη, αλλά κουράζεται και σου ζητά αν γίνεται να κρατάς τη σακούλα με τα ψώνια του. Γυρίζετε νωρίς γιατί θέλει να δει το «Ελλάδα έχεις ταλέντο». Το επόμενο πρωί φεύγει για το στρατόπεδο με το ταξί λέγοντας «θα σε πετάγαμε και σένα στη σχολή σου αλλά δεν είσαι στο δρόμο μας», και σε αφήνει να περπατήσεις.
Υπερβολές θα πείτε… Σας πληροφορώ ότι μου έχουν συμβεί και τα τρία σενάρια, σε διάφορες παραλλαγές. Όπως και στις φίλες μου. Και έρχομαι να ρωτήσω:
που πήγαν οι άντρες; Οεο; Από πότε είναι αποδεκτό να μην κουβαλάτε χρήματα για το καφέ που θα πιείτε; Δε σας έχουν μάθει ότι δε στήνουμε ποτέ μια γυναίκα
μόνη της; Πόσο νορμάλ το θεωρείτε να παρακολουθείτε με μανία κάθε χαζό ριάλιτι; Και τι είναι αυτό που σας έχει πιάσει με τα αμάξια σας και γενικά με το να μη συνοδεύσετε μια κοπέλα έστω ως τη στάση της; Είναι βασικός κανόνας παιδιά!
Ξέρω ότι ζούμε στην εποχή των metrosexual, και ότι ο αγώνας για ισότητα επέφερε κάποιες μεταβολές στις ισορροπίες των σχέσεων των δυο φύλων, αλλά ισότητα δε σημαίνει κάνω τα ίδια πράγματα. Σημαίνει κάνω πράγματα ίσης αξίας. Έτσι, όσο χειραφετημένη και αν είναι μια γυναίκα, όσο προσηλωμένη κι αν είναι στη καριέρα της, αυτό δε σημαίνει ότι δε θα χαρεί αν της στείλεις λουλούδια. Ή ότι δε χρειάζεται να τη γυρίσεις σπίτι της.
Για την ακρίβεια, αυτές ακριβώς οι «παλιομοδίτικες» κινήσεις είναι που λείπουν και που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την έννοια του «αρσενικού».
Προσωπικά, δε μπορώ να πάρω στα σοβαρά κάποιον που κοιτάει τις βιτρίνες με μεγαλύτερη λαχτάρα απτή δικιά μου. Άλλωστε, μπορεί τώρα να κοροϊδεύουμε τις σαπουνόπερες, αλλά θυμάστε πόσες καρδιές είχε κάψει ο Ridge Forrester?