Σήμερα, είχα τη χαρά να πέσει στα χέρια μου (διαδικτυακά...) ένα αξιόλογο και περιεκτικό άρθρο το οποίο αναλύει παραστατικά την αλληλουχία της ανθρώπινης σκέψης με τη λειτουργία της μνήμης καθώς και το ρόλο του υποσυνείδητου στην ψευδαίσθηση που έχει ο άνθρωπος ότι μπορεί με μια σκέψη να ξεχάσει, να διαγράψει από το μυαλό του μνήμες τις οποίες θέλει να ξεχάσει και να αφήσει στο παρελθόν...
Αναδημοσιεύω λοιπόν παρακάτω, αυτούσιο, το άρθρο "Μνήμη ή Λήθη;" του Λάμπρου-Γεράσιμου Γιούρντα, φοιτητή στη Γλασκόβη.
Στην προσπάθεια τους οι επιστήμονες να βρουν την αλληλουχία του ανθρώπινου εγκεφάλου και να την κλείσουν μέσα σε λίγα εκατοστά ενός «τσιπ», έκαναν πολλαπλά πειράματα και έρευνες πάνω στους ανθρώπινους νευρώνες.
Κατέληξαν, λοιπόν, στο ότι δεν μπορούν να αποκωδικοποιήσουν ολόκληρο τον ανθρώπινο εγκέφαλο αλλά μόνο ένα μέρος του, και αυτό γιατί δεν ήταν δυνατό να προγραμματίσουν την ανθρωπινή σκέψη (όταν ο ανθρώπινος νους έχει 60.000 σκέψεις κάθε μέρα) και να ελέγξουν τη λειτουργία της μνήμης. Αυτά τα δύο πράγματα αποτελούν ουσιαστικά τα εχέγγυα του ανθρωπινού μυαλού μπροστά στην μηχανοποίηση του και εν συνεχεία στην καταστροφή του, λόγο της μη χρησιμότητας του. Αρχικά, πρέπει να κάνουμε μια εκτενή αναφορά στην έννοια της σκέψης, έτσι ώστε να αναλύσουμε την κύρια αιτία για την οποία κατέχει τόση δύναμη και επιρροή όχι μόνο σε μας, αλλά και στους συνανθρώπους μας. Η σκέψη λοιπόν, δεν είναι τίποτε άλλο από την έκφραση των συναισθημάτων μας. Είναι κάτι σαν τη γλώσσα του ψυχικού μας κόσμου. Λόγω του ότι ο άνθρωπος δεν είναι κατατονικό ον, τα συναισθήματα μας διεγείρονται ανά δευτερόλεπτο και έτσι καταλήγουμε να έχουμε ένα πλήθος σκέψεων καθημερινά. Η δύναμη της σκέψης προέρχεται κυρίως από την πολύ καλή της συνεργασία με το συναίσθημα, το οποίο φυσικά είναι πανίσχυρο. Τόσο πανίσχυρο που σε κάνει να γεύεσαι την ευτυχία και τη δυστυχία με διαφορά εκατοστών του δευτερολέπτου. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το ότι μπορούμε να πείσουμε το συνομιλητή μας ευκολότερα επικαλούμενοι κάποια πτυχή του συναισθηματικού του κόσμου παρά κάνοντας νύξη στην λογική. Συμπεραίνουμε ότι αφού αισθανόμαστε, σκεφτόμαστε. Πόσο εύκολη διαδικασία ακούγεται, αλλά από την άλλη πλευρά πόσο δύσκολο είναι να την κατευθύνουμε προς όφελος μας. Είναι ένας τομέας που προσπαθούμε άλλοτε ως αυθύπαρκτες υπάρξεις και άλλοτε μέσω των επιστημών, χρόνια να προσεγγίσουμε, αλλά παραμένει ακόμα δύσβατος σε πολλά σημεία λόγω της ψυχολογικής του φύσης. Μήπως, τελικά η αφορμή για να ψηλαφίσουμε και να χειριστούμε αυτή τη δυσνόητη λειτουργία κρύβεται στη σωστή επεξεργασία της μνήμης μας; Λέγοντας μνήμη, εννοούμε την ευκαιρία αναπόλησης στιγμών, λέξεων, εικόνων και πράξεων που ζήσαμε, ειπώθηκαν, είδαμε και κάναμε στο παρελθόν. Όλες αυτές οι πληροφορίες είναι καταγεγραμμένες σε ένα πλήθος νευρώνων στον εγκέφαλο μας, που ονομάζουμε υποσυνείδητο. Για να εμβαθύνουμε στο θέμα, το μνημονικό μας έχει την αντίθετη λειτουργία από αυτή του σκληρού δίσκου του υπολογιστή μας, δηλαδή όσα περισσότερα αποθηκεύει τόσο ισχυρότερο γίνεται. Επίσης, μπορούμε να το παρομοιάσουμε με το έθνος, όπως δηλαδή ένα έθνος χωρίς ιστορία δεν ακμάζει και τείνει να καταστραφεί έτσι και το μνημονικό χωρίς αποθηκευμένα στοιχεία δεν υφίσταται. Τώρα εύλογα δημιουργείται η απορία αν κάποιος άνθρωπος μπορεί να έχει καλύτερη μνήμη από κάποιον άλλον. Η απάντηση είναι εύκολη. Θυμόμαστε ότι αφήσαμε τον εαυτό μας να ζήσει. Όταν για παράδειγμα, βλέπουμε μια ζωγραφιά και αφήνουμε την σκέψη μας να μπει μέσα της, να τρέξει πάνω στα χρώματα της, να παίξει με την κίνηση της, τελικά γινόμαστε ένα με αυτή κάνοντας τη βίωμα, έχοντας συνδυάσει μνήμη και γνώση. Σίγουρα, δεν μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος με τα περισσότερα βιώματα είναι και ένας ευτυχής άνθρωπος. Τα βιώματα αυτά μπορεί να ποικίλλουν από όμορφα σε άσχημα, γι’ αυτό και πολλοί άνθρωποι προτιμούν να ξεχνούν κάποια πράγματα που τους θλίβουν. Λανθασμένα νομίζουν όμως πως ξεχνούν, διότι οτιδήποτε βιώνει ο άνθρωπος καταγράφεται στο υποσυνείδητο μας και η διαγραφή δεδομένων είναι αδύνατη ως ανέφικτη. Για να μιλήσουμε, λοιπόν, για τη λήθη, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για διαγραφή στιγμών αλλά για ηθελημένες παρωπίδες που τις φοράμε κάθε φορά που δε θέλουμε να σκεφτούμε ένα συμβάν του παρελθόντος. Έτσι, παραβλέπουμε την εκάστοτε εμπειρία αλλά δεν την ξεχνούμε. Πιο απλοποιημένα θα λέγαμε πως ξεκαθαρίζουμε στο μυαλό μας ποια βιώματα μας χαροποιούν και ποια όχι και αναλόγως ανοίγουμε την πόρτα της μνημόνευσης στις πρώτες και την κλείνουμε στις δεύτερες. Η λήθη, λοιπόν, αν και δεν είναι λογικά υπαρκτή, τίθεται σε λειτουργία με τη βοήθεια της σκέψης. Δεν υπάρχει «το ξέχασα» αλλά «δε θέλω να το θυμάμαι». Βλέπετε πως ένα από τα συναισθήματα μας που είναι και η επιθυμία παίζει βασικό ρολό στη μνήμη η στην έλλειψή της. Καταλήγουμε στο δίλημμα του τι είναι τελικά το καλύτερο, να θυμόμαστε ή να έχουμε την ικανότητα να ξεχνούμε. Πολλοί άνθρωποι προτιμούν να μπορούν να ξεχνούν κάποια πράγματα, όταν μέσα σε αυτά εμπεριέχονται αισθήματα, όπως πόνος, θλίψη, μοναξιά, γενικότερα συναισθήματα που τους φέρνουν σε δυσμενή ψυχολογική κατάσταση. Κι όμως, αν ρωτήσεις έναν άνθρωπο που έχει προσβληθεί από τη νόσο Αλτσχάιμερ θα σου απαντήσει πως θα προτιμούσε να θυμάται, διότι ακόμα και αν οι μνήμες ήταν μια μίξη καλών και κακών στιγμών, δεν έπαψαν να του δίνουν αφορμή να σκέπτεται. Τελικά, συμπεραίνουμε πως και τα δυο χρειάζονται τη σκέψη για να πραγματοποιηθούν. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι πού θες να επενδύσεις αυτή τη δύναμη της σκέψης σου, σε κάτι που θα σε κάνει καλύτερο άνθρωπο προσθέτοντας στη ζωή σου ανάμεικτα συναισθήματα από βιώματα ή στην εξάλειψη της βουλιμίας σου με κυρίως πιάτο αναρίθμητους λωτούς…
[Thanks to Joomla]